θερμοδυναμική

θερμοδυναμική
η
κλάδος της φυσικής που μελετά τη μετατροπή της θερμότητας σε άλλες μορφές ενέργειας και αντίστροφα: Στις αρχές της θερμοδυναμικής στηρίζεται η λειτουργία πολλών μηχανών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική ισορροπία — Μία κατάσταση σε ένα σύστημα όπου σε κάθε σημείο αυτού, τα μακροσκοπικά μεγέθη πίεσης, θερμοκρασίας και πυκνότητας έχουν όλα την ίδια χρονικά αμετάβλητη τιμή (η θερμοκρασία τότε είναι ίδια σε όλα τα μέρη του συστήματος, με οποιαδήποτε μέθοδο και… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική κλίμακα θερμοκρασιών — Θερμοκρασία η οποία προκύπτει εάν χρησιμοποιήσουμε ως θερμομετρικό σώμα το ιδανικό αέριο. Πρακτικά, αρκεί ένα αέριο σε χαμηλή πίεση και θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από το σημείο υγροποίησής του. Η βαθμονόμηση ενός τέτοιου θερμομέτρου αερίου… …   Dictionary of Greek

  • Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… …   Dictionary of Greek

  • ελεύθερη ενέργεια — Θερμοδυναμική καταστατική συνάρτηση (F), η οποία δίνει το ποσό του έργου που μπορεί να παράγει ένα σύστημα κατά τη διάρκεια μιας ισόθερμης διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα, το απειροστό έργο που παράγεται από το σύστημα κατά την παραπάνω μεταβολή… …   Dictionary of Greek

  • εσωτερική ενέργεια — Θερμοδυναμική συνάρτηση (Μ) ενός συστήματος που η μεταβολή της κατά τη διάρκεια ενός μετασχηματισμού ισούται με το αλγεβρικό άθροισμα της θερμότητας dQ που δέχεται το σύστημα κατά τη διάρκεια ενός μετασχηματισμού και του μηχανικού έργου dw που… …   Dictionary of Greek

  • ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • Γκιμπς, Τζοσάια Γουίλαρντ — (Josiah Willard Gibbs, Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ 1839 – 1903).Αμερικανός θεωρητικός φυσικός. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1863 και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία και στη Γερμανία. Επέστρεψε στο Νιου Χέιβεν το …   Dictionary of Greek

  • θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική …   Dictionary of Greek

  • αδιαβατική μεταβολή — Στη θερμοδυναμική ονομάζεται α.μ. κάθε φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο μια ποσότητα ύλης μεταβάλλει τις φυσικές ή χημικές ιδιότητές της χωρίς να προσλάβει από το περιβάλλον ή να αποδώσει σε αυτό θερμότητα. Καμιά πραγματική θερμοδυναμική μεταβολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”